- ὠσχοφορικός
- ὠσχο-φορικός, ή, όν,A of or for the ὠσχοφόρια, Ath.14.631b;
μέλη ὠ. Poll.4.53
, Procl. ap. Phot. p.322B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέλη ὠ. Poll.4.53
, Procl. ap. Phot. p.322B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωσχοφορικός — ή, όν, Α βλ. ὀσχοφορικός … Dictionary of Greek
ὠσχοφορικά — ὠσχοφορικός of neut nom/voc/acc pl ὠσχοφορικά̱ , ὠσχοφορικός of fem nom/voc/acc dual ὠσχοφορικά̱ , ὠσχοφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠσχοφορικόν — ὠσχοφορικός of masc acc sg ὠσχοφορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠσχοφορικοί — ὠσχοφορικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσχοφορικός — ὀσχοφορικός και ώσχοφορικός, ή, όν (Α) [οσχοφόροι] ο σχετικός με τα οσχοφόρια … Dictionary of Greek